Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το τέλος

  • 1 bitim

    τέλος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > bitim

  • 2 intiha

    τέλος, τελείωμα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > intiha

  • 3 son

    τέλος, τέρμα, λήξη, συντέλεια, φινάλε

    Türkçe-Yunanca Sözlük > son

  • 4 fin

    τέλος

    Dictionnaire Français-Grec > fin

  • 5 końcówka

    τέλος

    Słownik polsko-grecki > końcówka

  • 6 kres

    τέλος

    Słownik polsko-grecki > kres

  • 7 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 8 исход

    α.
    1. παλ. έξοδος•

    исход евреев из Египта η έξοδος των Εβραίων από την Αίγυπτο.

    2. τέλος, έκβαση, απόληξη, πέρας•

    роковой -дела μοιραίο τέλος της υπόθεσης•

    исход соревнования το αποτέλεσμα της άμιλλας•

    год подходит к -у ο χρόνος πλησιάζει να βγεί•

    -боя η έκβαση της μάχης•

    на -е дня στο τέλος της μέρας•

    счастливый исход ευτυχής έκβαση•

    в -е στο τέλος, κατά το τέλος•

    на -е στο τέλος•

    дать исход чему δίνω τέλος (τέρμα) σε κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > исход

  • 9 End

    subs.
    Conclusion: P. and V. τέλος, τό, τελευτή, ἡ, πέρας, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.), V. τέρμα, τό, τέρμων, ὁ.
    met., death: P. and V. θνατος, ὁ, τελεστή, ἡ.
    About the end of the year: P. περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν (Dem. 731).
    End of anything that has been cut: P. and V. τομή, ἡ.
    Extreme point: P. and V. τὸ ἔσχατος or use adj., ἔσχατος, agreeing with substantive; e. g., the end of the line: P. and V. τάξις ἐσχτη.
    Point: Ar. and V. ἀκμή, ἡ; see Point.
    Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχεσις (Thuc. 7, 6).
    They at once closed the great harbour with triremes set end to end: P. ἔκλῃον τὸν λιμένα εὐθὺς τὸν μέγαν... τριήρεσι πλαγίαις (Thuc. 7, 59).
    Aim, object: P. προαίρεσις, ἡ.
    Purpose: P. and V. γνώμη, ἡ, βούλευμα, τό.
    For personal ends: P. διʼ ἴδια κέρδη.
    Come to an end: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβνειν; see end, v.
    Where the construction of both walls came to an end: P. ᾗπερ τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι ἔληγον (Thuc. 7, 6).
    Come to an end at a place: P. τελευτᾶν ἐπί (acc.) (Thuc. 8, 90).
    This is the action of an unscrupulous trickster who will come to a bad end: P. πονηροῦ ταῦτʼ ἐστι σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου (Dem. 937).
    In the end, at last: P. and V. τέλος; see at last, under Last.
    Put an end to: P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see end, v.
    Stand on end: P. ὀρθὸς ἵστασθαι (Plat.), V. ὄρθιος ἑστηκέναι.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. παύειν, περαίνειν, λύειν, Ar. and P. διαλειν, καταλειν, καταπαύειν.
    Conclude: P. τελεοῦν, V. τελειοῦν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν; see Conclude.
    End one's life: P. and V. τελευτᾶν ( with βίον or absol.).
    End ( a speech): P. and V. τελευτᾶν (acc. or gen.).
    Night ended the action: P. νύξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ (Thuc. 4, 25).
    Night having ended the action: P. ἀφελομένης νυκτὸς τὸ ἔργον (Thuc. 4, 134).
    V. intrans. P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβνειν, τελευτᾶν, V. ἐκτελευτᾶν.
    Lapse, expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν.
    Cease: P. and V. παύεσθαι, λήγειν (Plat.); see Cease.
    End in: P. and V. τελευτᾶν εἰς (acc.).
    End off in: P. ἀποτελευτᾶν εἰς (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > End

  • 10 конец

    кон||ец
    м
    1. (окончание чего-л.) τό τέλος, τό πέρας / τό τέρμα (дороги):
    \конец года τό τέλος τοῦ ἐτους· приходить к \конеццу́ φθάνω στό τέλος, φθάνω στό τέρμα· доводить до \конецца φέρνω σέ πέρας·
    2. (край) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν]· Ζ. мор. (канат) τό σχοινί, τό παλαμάρι·
    4. (расстояние, путь) ἡ ἀπόσταση [-ις], ἡ διαδρομή, τό διάστημα:
    в оба \конецод ὁ πηγαινοερμός ἐδῶ καί πίσω· ◊ положить \конец чему-л. βάζω τέλος, βάζω τέρμα σέ κάτι· и дело с \конеццо́м разг καί ξεμπερδεύουμε· \конецца нет чему́-л. δέν λεει νά τελειώσει· без \конецца ἀτέλειωτα· \конецца-кра́ю нет δέν ἔχει τελειωμό· на худой \конец разг στή χειρότερη περίπτωση· сводить \конеццы с \конеццами разг μόλις τά βγάζω πέρα, τά φέρνω βόλτα· в \конецце \конеццо́в στό τέλος τέλος, ото κάτω κάτω (τής γραφής)· и \конеццы в воду разг ὁβτε είδα, ὁὔτε ξέρω· палка о двух \конеццах δίκοπο μαχαίρι.

    Русско-новогреческий словарь > конец

  • 11 заключение

    заключение с 1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο η υπογραφή (подписание) 2) (окончание) το τέλος в \заключение στο τέλος 3) (вывод) το συμπέρασμα я сделал \заключение, что... έβγαλα το συμπέρασμα ότι... 4) (тюремное) η φυλάκιση
    * * *
    с
    1) (соглашения, союза) η σύναψη, το κλείσιμο; η υπογραφή ( подписание)
    2) ( окончание) το τέλος

    в заключе́ние — στο τέλος

    3) ( вывод) το συμπέρασμα

    я сде́лал заключе́ние, что… — έβγαλα το συμπέρασμα ότι…

    4) ( тюремное) η φυλάκιση

    Русско-греческий словарь > заключение

  • 12 доиграть

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доигранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αποπαίζω, αποτελειώνω το παιγνίδι, παίζω ως το τέλος•

    доиграть пьесу παίζω ως το τέλος το θεατρικό έργο•

    доиграть партию в шахматы παίζω ως το τέλος την παρτίδα στο σκάκι.

    1. παίζω ώσπου•

    дети доигрались до ссоры τα παιδιά έπαιξαν τόσο που στο τέλος μάλωσαν.

    2. μτφ. την παθαίνω, την πατώ•

    вот и -лся! 'να που την πάτησες!

    Большой русско-греческий словарь > доиграть

  • 13 докрутить

    -кручу, -крутишь
    ρ.σ.μ.
    αποστρίβω, τελειώνω το στρίψιμο στρίβω ως το τέλος•

    докрутить нитки στρίβω τις κλωστές ώσπου δεν παίρνει άλλο•

    докрутить гайку στρίβω το παξιμάδι ως το τέλος.

    1. περιτυλίγομαι ως ένα σημε ίο ή ως το τέλος.
    2. περιστρέφομαι., βιδώ ως ένα σημείο ή ως το τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > докрутить

  • 14 Close

    adj.
    Solid, dense: P. and V. πυκνός.
    Narrow: P. and V. στενός, V. στενόπορος.
    Close-packed: P. and V. πυκνός, ἁθρόος.
    Stifling: Ar. and P. πνιγηρός
    Secret: P. and V. κρυπτός, φανής, δηλος; see also Taciturn.
    Keep close: see Hide.
    Mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.
    Evenly balanced (e.g., a close fight): P. and V. σόρροπος, P. ἀντίπαλος.
    I did not expect the numbers would be so close: P. οὐκ ᾤμην ἔγωγε οὕτω παρʼ ὀλίγον ἔσεσθαι τὸν γεγονότα ἀριθμόν (Plat., Ap. 36A).
    Near: P. ὅμορος, Ar. and V. πλησίος, ἀγχιτέρμων, P. and V. πρόσχωρος; see Near.
    Careful: see Attentive.
    Close relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see Near.
    At close quarters: use adv., P. and V. ὁμόσε, P. συστάδον.
    ——————
    subs.
    Consecrated ground: P. and V. τέμενος, τό, ἄλσος, το (Plat.), V. σηκός, ὁ, σήκωμα, τό.
    End: P. and V. τέλος, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.).
    Cessation: P. and V. διλυσις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, ποκλῄειν, Ar. and P. κατακλῄειν.
    Put to: P. προστιθέναι.
    Fasten close, etc.: Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.
    Block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.
    Bring to an end: P. and V. τελευτᾶν, P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see End.
    Close ( eyes) of another: P. συλλαμβάνειν (Plat.), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.
    Close one's eyes: P. and V. μύειν, P. συμμύειν (Plat.), Ar. καταμύειν.
    Close one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, Ar. ἐπιβειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα.
    Keep quiet and close your mouth: V. ἡσυχάζετε συνθέντες ἄρθρα στόματος (Eur., Cycl. 624); see also Shut.
    Close ranks: P. and V. συντάσσεσθαι, P. συστρέφεσθαι.
    Close with, accept: P. and V. δέχεσθαι (acc.).
    Close with ( an enemy): P. and V. προσβάλλειν (dat.), συμβαλλειν (dat.), ὁμόσε ἰέναι (dat.), P. συμμιγνύναι (dat.); see Engage.
    V. intrans. Come to an end: P. and V. τελευτᾶν, τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, V. ἐκτελευτᾶν.
    Of combatants: P. and V. μχην συνάπτειν, συμβάλλειν, P. συμμιγνύναι, συμμίσγειν, εἰς χεῖρας ἰέναι, V. εἰς ταὐτὸν ἥκειν.
    Shut: P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Close

  • 15 исход

    исход
    м ἡ £κβαση [-ις], τό τέλος, τό ἀποτέλεσμα:
    \исход боя ἡ Εκβαση τῆς μάχης· к \исходу дня στό τέλος τῆς ἡμέρας· день уже на \исходе βραδυάζει· быть на \исходе ἐξαντλούμαι, φθάνω στό τέλος.

    Русско-новогреческий словарь > исход

  • 16 окончание

    окончание
    с
    1. (завершение) ἡ ἀποπε-ράτωση [-ις], τό τελείωμα, τό τέλος / ἡ λήξις προθεσμίας (срока):
    по \окончаниении учебы μετά τήν ἀποπεράτωση τών σπουδών μου· по \окончаниении университета ὀταν τελειώσω τό πανεπιστήμιο· по \окончаниении концерта μόλις τελειώσει ἡ συναυλία· быстрое \окончание ἡ γρήγορη ἀποπεράτωση·
    2. (заключит, часть, конец чего-л.) τό τέλος:
    \окончание следует ἐπεται τό τέλος·
    3. грам. ἡ κατάληξη [-ις]·

    Русско-новогреческий словарь > окончание

  • 17 день

    дня α.
    1. μέρα, ημέρα•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα•

    буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•

    рабочий день εργάσιμη μέρα•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    наступит день θά έρθει η μέρα•

    следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•

    санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.

    2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•

    он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.

    3. ημερομηνία. || γιορτή•

    день печати μέρα του τύπου•

    день радио μέρα του ραδίου•

    день артиллерии μέρα του πυροβολικού•

    день победы μέρα της νίκης•

    день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•

    день рождения τα γενέθλια•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.

    4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•

    в дни молодости στα νεανικά χρόνια•

    в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.

    || ζωή•

    конец дней το τέλος των ημερών•

    закат дней τό βασίλεμα της ζωής.

    εκφρ.
    считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•
    чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•
    повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•
    третьего дня – προχτές•
    дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•
    день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•
    день за день – μονότονα, στερεότυπα•
    изо дня в день – καθημερινά•
    ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•
    со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•
    на днюπαλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•
    на днях – αυτές τις μέρες•
    не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•
    скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•
    постный день – νηστήσιμη μέρα•
    несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•
    в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•
    каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•
    с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•
    в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•
    за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•
    на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•
    день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•
    завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•
    в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•
    до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•
    день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > день

  • 18 итог

    α.
    1. (λογστ.) άθροισμα, σύνολο.
    2. μτφ. αποτέλεσμα, τέλος•

    -и соревнования αποτελέσματα της άμιλλας•

    печальный итог θλιβερό τέλος•

    подводить -и βγάζω συμπεράσματα.

    εκφρ.
    в -е – τελικά, στο τέλος, εν τέλει.

    Большой русско-греческий словарь > итог

  • 19 окончание

    ουδ.
    1. αποπεράτωση, αποτε-λείωση, τερματισμός.
    2. τέλος•

    окончание романа в следующем номере το τέλος του μυθιστορήματος στο επόμενο φύλλο του περιοδικού.

    || λήξη• πέρας•

    окончание срока λήξη της προθεσμίας•

    по -ии года στο τέλος του χρόνου•

    по -ии войны τελειώνοντας ο πόλεμος.

    3. (γραμμ.) η κατάληξη•

    корень и окончание ρίζα και κατάληξη.

    Большой русско-греческий словарь > окончание

  • 20 финал

    α.
    1. τέλος, πέρας, φινάλε•

    пе-чэльный финал θλιβερό τέλος•

    финал симфонии το τέλος της (μουσικής) συμφωνίας.

    2. οι τελικοί αγώνες•

    выйти в финал βγαίνω στους τελικούς αγώνες.

    Большой русско-греческий словарь > финал

См. также в других словарях:

  • Τέλος —         (telos) (греч.) цель. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • τέλος — coming to pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — επίρρ. χρον., στο τέλος, τελικά: Τέλος ο θείος ήρθε. το ους, πληθ. τέλη, τα 1. το τελευταίο σημείο, τέρμα: Τέλος του έτους. 2. φόρος, δασμός: Δημοτικά τέλη καθαριότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαρούριον τέλος — ἐπαρούριον τέλος, το (Α) έγγειος φόρος …   Dictionary of Greek

  • Ἀρχῆς καλῆς κάλλιστον εἶναι καὶ τέλος. — См. Добрый конец, всему делу венец …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρα τέλος μακροῦ βίου. — См. Никто не счастлив прежде смерти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. — См. Плохое началишко не к доброму концу …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τέλει — τέλος coming to pass neut nom/voc/acc dual (attic epic) τέλεϊ , τέλος coming to pass neut dat sg (epic ionic) τέλος coming to pass neut dat sg τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg (attic epic) τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλη — τέλος coming to pass neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέλος coming to pass neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Мыт (пошлина) — (Τελος, muta, Mauth) пошлина в древней России. Сперва это слово означало место, где останавливались возы и лодки; затем оно стало родовым названием всех торговых и проезжих пошлин. С введением тамги торговое значение М. переходит к ней, и М.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»